-
1 χαράδρα
[харадра] ουσ. Θ. овраг, лощина, ущелье, пропасть,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαράδρα
-
2 овраг
-
3 ущелье
-
4 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
5 виадук
η γέφυρα/το γεφύρωμα (πάνω από χαράδρα, κοιλάδα κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виадук
-
6 каньон
το κάνυον, η βαθύτατη χαράδρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каньон
-
7 овраг
η χαράδρα, το φαράγγι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > овраг
-
8 яр
1. (крутой берег) η απόκρημνη όχθη 2. (овраг) η χαράδρα, το φαράγγι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > яр
-
9 балка
балка Iж стр. τό δοκάρι, ἡ δοκός, τό καδρόνι.балка IIж (овраг) ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
10 обрыв
обрывм1. ὁ γκρεμ(ν)ός, ὁ κρημνός, ἡ χαράδρα:песчан"ый \обрыв ὁ ἀμμώδης κρημνός·2. тех. (место, где оборвано) ἡ διακοπή. -
11 овраг
оврагм ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
12 ущелье
ущельес ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
13 яр
ярм1. (крутой берег) ἡ ἀπόκρημνη ὅχθη·2. (глубокий овраг) ἡ χαράδρα, τό φαράγγι. -
14 балка
[μπάλκα] ουσ. θ. χαράδρα -
15 овраг
[αβράκ] ουσ. α χαράδρα -
16 ущелье
[ουστσιέλ'γιε] ουσ. ο. χαράδρα -
17 яр
[γιάρ] ουσ. α. χαράδρα -
18 балка
[μπάλκα] ουσ θ χαράδρα -
19 овраг
[αβράκ] ουσ α χαράδρα -
20 ущелье
[ουστσιέλ'γιε] ουσ ο χαράδρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαράδρα — χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc/acc dual (ionic) χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρα — Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc/acc dual Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρᾳ — Χαράδρᾱͅ , Χαράδρη mountain stream fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρᾳ — χαράδραι , χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… … Dictionary of Greek
χαράδρα — η άνοιγμα πλατύ του εδάφους που σχηματίστηκε από την ορμητική ροή των νερών, φαράγγι, ρέμα, λαγκάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράδρας — χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem acc pl (ionic) χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραι — χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραν — χαράδρᾱν , χαράδρα mountain stream fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρας — Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem acc pl Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Харадра — (Χαράδρα): 1) городок в Фокиде, лежавший на крутой безводной скале, недалеко от г. Лилеи; внизу скалы протекал источник Харадр, откуда жители добывали воду. X. входила в состав фокейского союза; во время нашествия Ксеркса (480 г. до Р. Хр.) она… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона